- καλλιπύργωτος
- καλλιπύργωτος, -ον (Α)ο καλλίπυργος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + πυργωτός (< πυργῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιπυργώτους — καλλιπύργωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)